βασίλευμαν
Ετυμολογία
επεξεργασία- βασίλευμαν < βασιλε(ύω) + -μαν < αρχαία ελληνική βασιλεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβασίλευμαν ουδέτερο
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η δύση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βασιλεύς
Πηγές
επεξεργασία- Τόμος Δ, σελ.55 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.