δύσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δύω
- θα δύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δύση