Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαραντάμερο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαραντάμερ
ο
τα
σαραντάμερ
α
γενική
του
σαραντάμερ
ου
των
σαραντάμερ
ων
αιτιατική
το
σαραντάμερ
ο
τα
σαραντάμερ
α
κλητική
σαραντάμερ
ο
σαραντάμερ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαραντάμερο
<
σαράντα
+
ημέρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαραντάμερο
ουδέτερο
σαράντα
μέρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαραντάμερο