δωδεκαήμερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δωδεκαήμερος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δωδεκαήμερος}} < δώδεκα + ἡμέρα. Μορφολογικά αναλύεται ως δώδεκα + ημέρ(α) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαδωδεκαήμερος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις δώδεκα και ημέρα
- (ουσιαστικοποιημένο) δωδεκαήμερο
- (ουσιαστικοποιημένο) Δωδεκαήμερο
- ενδεκαήμερος
- δεκατριήμερος
- δεκατετραήμερος / δεκατετράμερος
- δεκαπενθήμερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δωδεκαήμερος
|
Αναφορές
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαδωδεκαήμερος
- όπως δωδεκαήμερος
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δωδεκαήμερος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δωδεκαήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.