δεκαπενθήμερος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεκαπενθήμερος < δεκαπέντε > δεκα-πενθ- [t > θ] κατά το πενθήμερος [1] + -ήμερος (ημέρα) Δείτε και το δεκαπενθήμερος (θηλυκό, ελληνιστική κοινή)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.ka.penˈθi.me.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κα‐πεν‐θή‐με‐ρος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
δεκαπενθήμερος, -η, -ο
- που διαρκεί δεκαπέντε ημέρες
- ↪ δεκαπενθήμερη άδεια
- που συμβαίνει κάθε δεκαπέντε μέρες
- ↪ δεκαπενθήμερο περιοδικό
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις δεκαπέντε και ημέρα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δεκαπενθήμερος
|
Επεξεργασία
- ↑ «δεκαπενθήμερος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεκαπενθήμερος, (ελληνιστική κοινή), στους παπύρους του Καΐρου Zenon Papyri < δεκαπέντε > δεκα- + πενθ- + -ήμερος (αρχαία ελληνική ἡμέρα)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δεκαπενθήμερος, -η, -ο
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δεκαπενθήμερος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
PCair.Zen. στο DGE