δεκαπενθήμερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεκαπενθήμερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεκαπενθήμερος [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.ka.penˈθi.me.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κα‐πεν‐θή‐με‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκαπενθήμερο ουδέτερο
- διάστημα δεκαπέντε ημερών ή δύο περίπου εβδομάδων
- ⮡ Θα λείψω για ένα δεκαπενθήμερο από τη δουλειά μου.
- αμοιβή για εργασία δεκαπέντε ημερών
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δεκαπενθήμερος
- → δείτε τις λέξεις δεκαπέντε, δέκα, πέντε και ημέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκαπενθήμερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δεκαπενθήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας