Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bimensuel bimensuels
θηλυκό bimensuelle bimensuelles

bimensuel (fr) αρσενικό

  1. δεκαπενθήμερος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bimensuel bimensuels

bimensuel (fr) αρσενικό

  1. δεκαπενθήμερο περιοδικό

Συνώνυμα

επεξεργασία