Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

< → δείτε τη λέξη μέρα

  Έκφραση επεξεργασία

μέρα με τη μέρα

  • λέγεται για γεγονός που συνέβη, ή συμβαίνει και συνεχίζει για μερικά εικοσιτετράωρα, ευμενώς ή δυσμενώς
* "η κατάσταση της υγείας του άρχισε μέρα με την μέρα να επιδεινώνεται"

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία