Ετυμολογία

επεξεργασία
daytime < day + time

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

daytime (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μέρα, η ημέρα, χρονικό διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ηλίου
    ⮡  in the daytime - την ημέρα
    ⮡  Come while it’s still daytime, before it gets dark.
    Nα έρθεις όσο είναι ακόμα μέρα, προτού σκοτεινιάσει.
     συνώνυμα:  day και daylight