Δείτε επίσης: ἡλίου, ήλιου

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈli.u/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λί‐ου
ομόηχο: Ιλίου

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ηλίου

  1. (ουδέτερο) γενική ενικού του ήλιο
  2. (αρσενικό, λόγιο) γενική ενικού του ήλιος, λογιότερη μορφή του ήλιου
    ⮡  σε εκφράσεις όπως: