Δείτε επίσης: αὐτόφωτος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτόφωτος η αυτόφωτη το αυτόφωτο
      γενική του αυτόφωτου της αυτόφωτης του αυτόφωτου
    αιτιατική τον αυτόφωτο την αυτόφωτη το αυτόφωτο
     κλητική αυτόφωτε αυτόφωτη αυτόφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτόφωτοι οι αυτόφωτες τα αυτόφωτα
      γενική των αυτόφωτων των αυτόφωτων των αυτόφωτων
    αιτιατική τους αυτόφωτους τις αυτόφωτες τα αυτόφωτα
     κλητική αυτόφωτοι αυτόφωτες αυτόφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτόφωτος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική αὐτόφωτος (απόλυτο φως) & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική self luminous ή από τη γερμανική selbstleuchtend [1] [2] Μορφολογικά, αυτό- + (φως) φωτ- + -ος. Δείτε και το ελληνιστικό αὐτόφως.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈfto.fo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐τό‐φω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αυτόφωτος, -η, -ο

  1. που παράγει φως από μόνος του
    ⮡  ο Ήλιος είναι αυτόφωτο ουράνιο σώμα
  2. (μεταφορικά) που έχει και εκφράζει τις δικές του ιδέες και απόψεις

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία