ετερόφωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαετερόφωτος
- που δεν ακτινοβολεί από μόνος του, αλλά φωτίζεται από το φως κάποιου άλλου
- (μεταφορικά) που δεν έχει δική του διαμορφωμένη άποψη ή κρίση, αλλά δέχεται επιδράσεις από άλλους
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ετερόφωτος
|