Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γεγωνώς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
γεγονός
,
γεγωνός
,
γεγονώς
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
γεγων
ώς
ἡ
γεγωνυ
ῖᾰ
τὸ
γεγων
ός
γενική
τοῦ
γεγωνότ
ος
τῆς
γεγωνυ
ίᾱς
τοῦ
γεγωνότ
ος
δοτική
τῷ
γεγωνότ
ῐ
τῇ
γεγωνυ
ίᾳ
τῷ
γεγωνότ
ῐ
αιτιατική
τὸν
γεγωνότ
ᾰ
τὴν
γεγωνυ
ῖᾰν
τὸ
γεγων
ός
κλητική
ὦ
!
γεγων
ώς
γεγωνυ
ῖᾰ
γεγων
ός
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
γεγωνότ
ες
αἱ
γεγωνυ
ῖαι
τὰ
γεγωνότ
ᾰ
γενική
τῶν
γεγωνότ
ων
τῶν
γεγωνυ
ιῶν
τῶν
γεγωνότ
ων
δοτική
τοῖς
γεγωνό
σῐ
(
ν
)
ταῖς
γεγωνυ
ίαις
τοῖς
γεγωνό
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
γεγωνότ
ᾰς
τὰς
γεγωνυ
ίᾱς
τὰ
γεγωνότ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
γεγωνότ
ες
γεγωνυ
ῖαι
γεγωνότ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
γεγωνότ
ε
τὼ
γεγωνυ
ίᾱ
τὼ
γεγωνότ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
γεγωνότ
οιν
τοῖν
γεγωνυ
ίαιν
τοῖν
γεγωνότ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυκώς'
όπως «
λελυκώς
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
γεγωνώς
μετοχή του παρακειμένου
γέγωνα
(
φωνάζω
) με σημασία ενεστώτα
Συγγενικά
επεξεργασία
γεγωνός
γεγωνόφωνος