Δείτε επίσης: γεγονός, γεγωνός, γεγονώς
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γεγωνώς γεγωνυῖᾰ τὸ γεγωνός
      γενική τοῦ γεγωνότος τῆς γεγωνυίᾱς τοῦ γεγωνότος
      δοτική τῷ γεγωνότ τῇ γεγωνυίᾳ τῷ γεγωνότ
    αιτιατική τὸν γεγωνότ τὴν γεγωνυῖᾰν τὸ γεγωνός
     κλητική ! γεγωνώς γεγωνυῖᾰ γεγωνός
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γεγωνότες αἱ γεγωνυῖαι τὰ γεγωνότ
      γενική τῶν γεγωνότων τῶν γεγωνυιῶν τῶν γεγωνότων
      δοτική τοῖς γεγωνόσῐ(ν) ταῖς γεγωνυίαις τοῖς γεγωνόσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς γεγωνότᾰς τὰς γεγωνυίᾱς τὰ γεγωνότ
     κλητική ! γεγωνότες γεγωνυῖαι γεγωνότ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γεγωνότε τὼ γεγωνυίᾱ τὼ γεγωνότε
      γεν-δοτ τοῖν γεγωνότοιν τοῖν γεγωνυίαιν τοῖν γεγωνότοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

γεγωνώς

Συγγενικά

επεξεργασία