γέγωνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγέγωνα < παρακείμενος με σημασία ενεστ., σαν να υπήρξε ενεστώτας γεγώνω ή γεγωνέω
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαγέγωνα
- φωνάζω δυνατά, κράζω, εισακούομαι, γίνομαι κατανοητός
- καὶ οὐδέν σοι μᾶλλον γεγωνεῖν' δύναμαι ἢ εἴ μοι παρεκάθησο λίθος, καὶ οὗτος μυλίας : και δεν μπορώ να σε κάνω να με ακούσεις περισσότερο από όσο θα με άκουγε μια πέτρα και μάλιστα μυλόπετρα
- εξυμνώ
- δηλώνω