γεγωνίσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαγεγωνίσκω < από το γέγωνα, παρακείμενος με σημασία ενεστ., σαν να υπήρξε ενεστώτας γεγώνω ή γεγωνέω
Ρήμα
επεξεργασίαγεγωνίσκω (ως μορφή ενεστώτα του γέγωνα)
- φωνάζω δυνατά
- (με αιτιατική) διακηρύσσω
Συγγενικά
επεξεργασία- γεγωνός, όν (επίθετο από τη μετοχή)