Ετυμολογία

επεξεργασία

γεγωνίσκω < από το γέγωνα, παρακείμενος με σημασία ενεστ., σαν να υπήρξε ενεστώτας γεγώνω ή γεγωνέω

γεγωνίσκω (ως μορφή ενεστώτα του γέγωνα)

  1. φωνάζω δυνατά
  2. (με αιτιατική) διακηρύσσω

Συγγενικά

επεξεργασία