Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ðaˈfon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εδ‐αφ‐ών

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

εδαφών ουδέτερο