Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εδαφολογικός η εδαφολογική το εδαφολογικό
      γενική του εδαφολογικού της εδαφολογικής του εδαφολογικού
    αιτιατική τον εδαφολογικό την εδαφολογική το εδαφολογικό
     κλητική εδαφολογικέ εδαφολογική εδαφολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εδαφολογικοί οι εδαφολογικές τα εδαφολογικά
      γενική των εδαφολογικών των εδαφολογικών των εδαφολογικών
    αιτιατική τους εδαφολογικούς τις εδαφολογικές τα εδαφολογικά
     κλητική εδαφολογικοί εδαφολογικές εδαφολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εδαφολογικός < εδαφολογ(ία) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ða.fo.lo.ʝiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /e.ða.fo.lo.ʝiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /e.ða.fo.lo.ʝiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

εδαφολογικός, -ή, ό (χωρίς παραθετικά)

  • που ανήκει ή σχετίζεται με την εδαφολογία
    εδαφολογικές έρευνες

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία