pédologique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pédologique < pédologie
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pédologique | pédologiques |
pédologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
pédologique | pédologiques |
pédologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό