εδαφολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ða.fo.loˈʝi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεδαφολογία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- εδαφιαίος
- εδαφογένεση
- εδαφολογικός
- υπέδαφος
- και → δείτε τη λέξη έδαφος
εδαφολογία θηλυκό