solo
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
solo | solos |
solo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίρρημα επεξεργασία
solo (fr)
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
solo (it)
ενικός | πληθυντικός |
solo | solos |
solo (fr) αρσενικό ή θηλυκό
solo (fr)
solo (it)