Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
solo solos

solo (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (μουσική) σόλο

  Επίρρημα

επεξεργασία

solo (fr)

  1. μοναχά, απομονωμένα



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίρρημα

επεξεργασία

solo (it)

  1. μόνο