σόλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σόλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική solo
Ουσιαστικό
επεξεργασίασόλο ουδέτερο άκλιτο
- το μουσικό κομμάτι για εκτέλεση από ένα μόνο άτομο
- οποιαδήποτε περφόρμανς ή παρουσίαση ενός ατόμου ή αντικειμένου
- ο φθογγοσειραϊσμός· η σειραϊκή/αλληλουχική εκτέλεση/παίξιμο των μουσικών φθόγγων/νοτών
- (χαρτοπαίγνια) όρος της πρέφας που σημαίνει διπλό χάσιμο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασόλο άκλιτο
Επίρρημα
επεξεργασία- χωρίς συνοδεία