πατρώος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πατρώος | η | πατρώα | το | πατρώο |
γενική | του | πατρώου | της | πατρώας | του | πατρώου |
αιτιατική | τον | πατρώο | την | πατρώα | το | πατρώο |
κλητική | πατρώε | πατρώα | πατρώο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πατρώοι | οι | πατρώες | τα | πατρώα |
γενική | των | πατρώων | των | πατρώων | των | πατρώων |
αιτιατική | τους | πατρώους | τις | πατρώες | τα | πατρώα |
κλητική | πατρώοι | πατρώες | πατρώα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατρώος < αρχαία ελληνική πατρῷος < πατήρ
Επίθετο
επεξεργασίαπατρώος, -α, -ο
- (λόγιο) που έχει σχέση με τους πατέρες ή γενικότερα τους προγόνους, αναφέρεται σ’ αυτούς ή προέρχεται απ’ αυτούς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατρώος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πατρώος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πατρώος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατρώος
|