ενικός πληθυντικός
hors-sol hors-sol

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hors-sol (fr) αρσενικό

  1. είδος κτηνοτροφίας όπου τα ζώα δεν τρέφονται με προϊόντα του ίδιου αγροκτήματος
  2. που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα