κτηνοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κτηνοτροφία < ελληνιστική κοινή κτηνοτροφία < κτηνοτρόφος < αρχαία ελληνική κτῆνος + τρέφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίακτηνοτροφία θηλυκό
- η εκτροφή (ή και αναπαραγωγή) ζώων με τρόπο συστηματικό, που αποσκοπεί στη χρήση ή πώληση των προϊόντων που παράγονται απ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κτηνοτρόφος, κτήνος και τρέφω