Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
élevage élevages

élevage (fr) θηλυκό

  1. η κτηνοτροφία, γενικά
  2. η εκτροφή