↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωφελιμότητα οι ωφελιμότητες
      γενική της ωφελιμότητας των ωφελιμοτήτων
    αιτιατική την ωφελιμότητα τις ωφελιμότητες
     κλητική ωφελιμότητα ωφελιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ωφελιμότητα < ωφέλιμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ωφελιμότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ωφέλιμου, η χρησιμότητα
    η ωφελιμότητα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης δεν αμφισβητείται πλέον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία