Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ευεργετικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ευεργετικ
ός
η
ευεργετικ
ή
το
ευεργετικ
ό
γενική
του
ευεργετικ
ού
της
ευεργετικ
ής
του
ευεργετικ
ού
αιτιατική
τον
ευεργετικ
ό
την
ευεργετικ
ή
το
ευεργετικ
ό
κλητική
ευεργετικ
έ
ευεργετικ
ή
ευεργετικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ευεργετικ
οί
οι
ευεργετικ
ές
τα
ευεργετικ
ά
γενική
των
ευεργετικ
ών
των
ευεργετικ
ών
των
ευεργετικ
ών
αιτιατική
τους
ευεργετικ
ούς
τις
ευεργετικ
ές
τα
ευεργετικ
ά
κλητική
ευεργετικ
οί
ευεργετικ
ές
ευεργετικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ευεργετικός
<
αρχαία ελληνική
εὐεργετικός
<
εὐεργέτης
<
εὖ
+
ἔργον
Επίθετο
επεξεργασία
ευεργετικός, -ή, -ό
που
ευεργετεί
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ωφέλιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ευεργετικός
αγγλικά
:
beneficial
(en)
,
benefit
(en)
γαλλικά
:
bénéfique
(fr)