beneficial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | beneficial |
συγκριτικός | more beneficial |
υπερθετικός | most beneficial |
Επίθετο
επεξεργασίαbeneficial (en)
- επωφελής, ευεργετικός, ωφέλιμος
- ⮡ The rain was beneficial for the crops.
- Η βροχή ήταν ευεργετική για τα σπαρτά.
- ⮡ The rain was beneficial for the crops.
Πηγές
επεξεργασία- beneficial - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 342. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευεργετικός