Ετυμολογία

επεξεργασία
bénéfique < λατινική beneficus

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
bénéfique bénéfiques

bénéfique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία