εκμεταλλεύσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκμεταλλεύσιμος < εκμεταλλεύομαι + -σιμος
Επίθετο επεξεργασία
εκμεταλλεύσιμος
- που μπορείς να τον εκμεταλλευτείς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη εκμεταλλεύομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκμεταλλεύσιμος