exploitable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- exploitable < exploit
Επίθετο
επεξεργασίαexploitable (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- exploitable < exploiter
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
exploitable | exploitables |
exploitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό