Ετυμολογία

επεξεργασία
exploitable < exploit

  Επίθετο

επεξεργασία

exploitable (en)

  1. εκμεταλλεύσιμος
  2. εύπιστος



  Ετυμολογία

επεξεργασία
exploitable < exploiter

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exploitable exploitables

exploitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εκμεταλλεύσιμος
  2. εύπιστος
     συνώνυμα: naïf