ξεγελάστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεγελάστρα | οι | ξεγελάστρες |
γενική | της | ξεγελάστρας | — | |
αιτιατική | την | ξεγελάστρα | τις | ξεγελάστρες |
κλητική | ξεγελάστρα | ξεγελάστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξεγελάστρα < ξεγελαστής + κατάληξη θηλυκού -τρα < ξεγελώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεγελάστρα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξεγελάστρα
|