πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ξεγελαστής οι ξεγελαστές
      γενική του ξεγελαστή των ξεγελαστών
    αιτιατική τον ξεγελαστή τους ξεγελαστές
     κλητική ξεγελαστή ξεγελαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεγελαστής < ξεγελάω / ξεγελώ, θέμα ξε-γελασ- +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξεγελαστής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις ξε-, γελαστής και γελάω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • «ξεγελώ (& ξεγελαστής)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)