Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεγελασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ξεγελασμέν
ος
η
ξεγελασμέν
η
το
ξεγελασμέν
ο
γενική
του
ξεγελασμέν
ου
της
ξεγελασμέν
ης
του
ξεγελασμέν
ου
αιτιατική
τον
ξεγελασμέν
ο
την
ξεγελασμέν
η
το
ξεγελασμέν
ο
κλητική
ξεγελασμέν
ε
ξεγελασμέν
η
ξεγελασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ξεγελασμέν
οι
οι
ξεγελασμέν
ες
τα
ξεγελασμέν
α
γενική
των
ξεγελασμέν
ων
των
ξεγελασμέν
ων
των
ξεγελασμέν
ων
αιτιατική
τους
ξεγελασμέν
ους
τις
ξεγελασμέν
ες
τα
ξεγελασμέν
α
κλητική
ξεγελασμέν
οι
ξεγελασμέν
ες
ξεγελασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξεγελασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ξεγελάω
/
ξεγελώ
Μετοχή
επεξεργασία
ξεγελασμένος, -η, -ο
εξαπατημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξεγελασμένος