παιχνίδισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παιχνίδισμα < παιχνιδίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιχνίδισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παιχνιδίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παιχνίδισμα
|