Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιχνιδίζω < παιχνίδι + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

παιχνιδίζω

  • (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) παίζω ή φαίνομαι σαν να παίζω και να κινούμαι χαριτωμένα και με ζωηράδα
    • Πολύ ξεχωριστά είναι τα διακοσμητικά στοιχεία στο εσωτερικό των αιθουσών προσευχής: ανάγλυφη διακόσμηση στις κολόνες, ψηφιδωτά σχέδια στις κάμαρες και εντυπωσιακά χρωματιστά βιτρό στα παράθυρα, που αφήνουν το φως να παιχνιδίζει. (*)
    • Το «Κορτώ» παιχνιδίζει ανάμεσα στον Κοκτώ και στον Αρτώ, ενώ το «Αύγουστος» ίσως παραπέμπει στον Κοντ. (*)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία