παιγνιδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαιγνιδίζω
- (σπάνιο) άλλη μορφή του παιχνιδίζω
Συγγενικά
επεξεργασία- παιγνίδισμα
- → δείτε τις λέξεις παιχνίδι και παίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παιγνιδίζω | παιγνίδιζα | θα παιγνιδίζω | να παιγνιδίζω | παιγνιδίζοντας | |
β' ενικ. | παιγνιδίζεις | παιγνίδιζες | θα παιγνιδίζεις | να παιγνιδίζεις | παιγνίδιζε | |
γ' ενικ. | παιγνιδίζει | παιγνίδιζε | θα παιγνιδίζει | να παιγνιδίζει | ||
α' πληθ. | παιγνιδίζουμε | παιγνιδίζαμε | θα παιγνιδίζουμε | να παιγνιδίζουμε | ||
β' πληθ. | παιγνιδίζετε | παιγνιδίζατε | θα παιγνιδίζετε | να παιγνιδίζετε | παιγνιδίζετε | |
γ' πληθ. | παιγνιδίζουν(ε) | παιγνίδιζαν παιγνιδίζαν(ε) |
θα παιγνιδίζουν(ε) | να παιγνιδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παιγνίδισα | θα παιγνιδίσω | να παιγνιδίσω | παιγνιδίσει | ||
β' ενικ. | παιγνίδισες | θα παιγνιδίσεις | να παιγνιδίσεις | παιγνίδισε | ||
γ' ενικ. | παιγνίδισε | θα παιγνιδίσει | να παιγνιδίσει | |||
α' πληθ. | παιγνιδίσαμε | θα παιγνιδίσουμε | να παιγνιδίσουμε | |||
β' πληθ. | παιγνιδίσατε | θα παιγνιδίσετε | να παιγνιδίσετε | παιγνιδίστε | ||
γ' πληθ. | παιγνίδισαν παιγνιδίσαν(ε) |
θα παιγνιδίσουν(ε) | να παιγνιδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παιγνιδίσει | είχα παιγνιδίσει | θα έχω παιγνιδίσει | να έχω παιγνιδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παιγνιδίσει | είχες παιγνιδίσει | θα έχεις παιγνιδίσει | να έχεις παιγνιδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παιγνιδίσει | είχε παιγνιδίσει | θα έχει παιγνιδίσει | να έχει παιγνιδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παιγνιδίσει | είχαμε παιγνιδίσει | θα έχουμε παιγνιδίσει | να έχουμε παιγνιδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παιγνιδίσει | είχατε παιγνιδίσει | θα έχετε παιγνιδίσει | να έχετε παιγνιδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παιγνιδίσει | είχαν παιγνιδίσει | θα έχουν παιγνιδίσει | να έχουν παιγνιδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιγνιδίζω
|