playground
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
playground | playgrounds |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαplayground (en)
- η παιδική χαρά
- ↪ The playground has swings, see-saws, and slides.
- Η παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες.
- ↪ The playground has swings, see-saws, and slides.
- η αυλή σχολείου