ενικός         πληθυντικός  
playground playgrounds

  Ετυμολογία

επεξεργασία
playground < play + ground

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

playground (en)

  1. η παιδική χαρά
    The playground has swings, see-saws, and slides.
    Η παιδική χαρά έχει κούνιες, τραμπάλες και τσουλήθρες.
  2. η αυλή σχολείου
     συνώνυμα: schoolyard