προσποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσποιητικός < αρχαία ελληνική προσποιητικός
Επίθετο
επεξεργασίαπροσποιητικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προσποιούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσποιητικός
|
προσποιητικός
|