Δείτε επίσης: προσποιητῶς

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσποιητώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσποιητῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε προσποιητ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

προσποιητώς