Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανακάνω < ξανά (ἐξ + ἀνά) + κάνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξανακάνω

δε θα το ξανακάνω, κύριε!

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία