ξανακάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξανακάνω
- κάνω και πάλι
- δε θα το ξανακάνω, κύριε!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανακάνω | ξανάκανα | θα ξανακάνω | να ξανακάνω | ξανακάνοντας | |
β' ενικ. | ξανακάνεις | ξανάκανες | θα ξανακάνεις | να ξανακάνεις | ||
γ' ενικ. | ξανακάνει | ξανάκανε | θα ξανακάνει | να ξανακάνει | ||
α' πληθ. | ξανακάνουμε | ξανακάναμε | θα ξανακάνουμε | να ξανακάνουμε | ||
β' πληθ. | ξανακάνετε | ξανακάνατε | θα ξανακάνετε | να ξανακάνετε | ||
γ' πληθ. | ξανακάνουν(ε) | ξανάκαναν ξανακάναν(ε) |
θα ξανακάνουν(ε) | να ξανακάνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξανάκανα | θα ξανακάνω | να ξανακάνω | ξανακάνει | ||
β' ενικ. | ξανάκανες | θα ξανακάνεις | να ξανακάνεις | ξανακάνε | ||
γ' ενικ. | ξανάκανε | θα ξανακάνει | να ξανακάνει | |||
α' πληθ. | ξανακάναμε | θα ξανακάνουμε | να ξανακάνουμε | |||
β' πληθ. | ξανακάνατε | θα ξανακάνετε | να ξανακάνετε | ξανακάντε | ||
γ' πληθ. | ξανάκαναν ξανακάναν(ε) |
θα ξανακάνουν(ε) | να ξανακάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανακάνει | είχα ξανακάνει | θα έχω ξανακάνει | να έχω ξανακάνει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανακάνει | είχες ξανακάνει | θα έχεις ξανακάνει | να έχεις ξανακάνει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανακάνει | είχε ξανακάνει | θα έχει ξανακάνει | να έχει ξανακάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανακάνει | είχαμε ξανακάνει | θα έχουμε ξανακάνει | να έχουμε ξανακάνει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανακάνει | είχατε ξανακάνει | θα έχετε ξανακάνει | να έχετε ξανακάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανακάνει | είχαν ξανακάνει | θα έχουν ξανακάνει | να έχουν ξανακάνει |
|