σχηματίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχηματίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος σχηματίζω
Ρήμα
επεξεργασίασχηματίζομαι
- παίρνω κυριολεκτικά ένα σχήμα
- Το σώμα του κοριτσιού χάθηκε και σχηματίστηκε στη θέση του μιας νεαρής γυναίκας
- Οταν οι χορευτές πήραν τις θέσεις που τους είχε ορίσει ο χορογράφος, σχηματίστηκε το σήμα της νίκης
- διαμορφώνομαι σταδιακά, δημιουργούμαι
- Μέσα σε λίγη ώρα είχαν σχηματιστεί πέντε διαφορετικές φράξιες που "σκοτώνονταν" για το ποιος έχει δίκιο
- Τα βουνά αυτά σχηματίστηκαν στην πλειστόκαινο
- Οι απόψεις του σχηματίστηκαν σιγά-σιγά στην εφηβεία
- δημιουργούμαι από σύνολο άλλων στοιχείων
- Ούτε που κατάλαβα για πότε σχηματίστηκε ποταμός από τα νερά της βροχής μέσα στο κέντρο της πόλης
- Οι προτάσεις σχηματίζονται από λέξεις
- Σχηματίστηκε στρατός και άρχισε ο πόλεμος
- Η λέξη διαβατέος σχηματίστηκε από το ρήμα "διαβαίνω" και την κατάληξη "-τέος"
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σχηματίζομαι | σχηματιζόμουν(α) | θα σχηματίζομαι | να σχηματίζομαι | σχηματιζόμενος | |
β' ενικ. | σχηματίζεσαι | σχηματιζόσουν(α) | θα σχηματίζεσαι | να σχηματίζεσαι | σχηματίζου | |
γ' ενικ. | σχηματίζεται | σχηματιζόταν(ε) | θα σχηματίζεται | να σχηματίζεται | ||
α' πληθ. | σχηματιζόμαστε | σχηματιζόμαστε σχηματιζόμασταν |
θα σχηματιζόμαστε | να σχηματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σχηματίζεστε | σχηματιζόσαστε σχηματιζόσασταν |
θα σχηματίζεστε | να σχηματίζεστε | σχηματίζεστε | |
γ' πληθ. | σχηματίζονται | σχηματίζονταν σχηματιζόντουσαν |
θα σχηματίζονται | να σχηματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σχηματίσθηκα | θα σχηματισθώ | να σχηματισθώ | σχηματισθεί | ||
β' ενικ. | σχηματίσθηκες | θα σχηματισθείς | να σχηματισθείς | σχηματίσου | ||
γ' ενικ. | σχηματίσθηκε | θα σχηματισθεί | να σχηματισθεί | |||
α' πληθ. | σχηματισθήκαμε | θα σχηματισθούμε | να σχηματισθούμε | |||
β' πληθ. | σχηματισθήκατε | θα σχηματισθείτε | να σχηματισθείτε | σχηματισθείτε | ||
γ' πληθ. | σχηματίσθηκαν σχηματισθήκαν(ε) |
θα σχηματισθούν(ε) | να σχηματισθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σχηματισθεί | είχα σχηματισθεί | θα έχω σχηματισθεί | να έχω σχηματισθεί | σχηματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σχηματισθεί | είχες σχηματισθεί | θα έχεις σχηματισθεί | να έχεις σχηματισθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σχηματισθεί | είχε σχηματισθεί | θα έχει σχηματισθεί | να έχει σχηματισθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σχηματισθεί | είχαμε σχηματισθεί | θα έχουμε σχηματισθεί | να έχουμε σχηματισθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σχηματισθεί | είχατε σχηματισθεί | θα έχετε σχηματισθεί | να έχετε σχηματισθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σχηματισθεί | είχαν σχηματισθεί | θα έχουν σχηματισθεί | να έχουν σχηματισθεί |
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχηματίζομαι