Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχηματισμένος η σχηματισμένη το σχηματισμένο
      γενική του σχηματισμένου της σχηματισμένης του σχηματισμένου
    αιτιατική τον σχηματισμένο τη σχηματισμένη το σχηματισμένο
     κλητική σχηματισμένε σχηματισμένη σχηματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχηματισμένοι οι σχηματισμένες τα σχηματισμένα
      γενική των σχηματισμένων των σχηματισμένων των σχηματισμένων
    αιτιατική τους σχηματισμένους τις σχηματισμένες τα σχηματισμένα
     κλητική σχηματισμένοι σχηματισμένες σχηματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχηματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σχηματίζω

  Μετοχή επεξεργασία

σχηματισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία