Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημιουργούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δημιουργώ

  Ρήμα επεξεργασία

δημιουργούμαι

  1. φτιάχνω τη ζωή μου, πετυχαίνω στους τομείς που ασχολούμαι, προοδεύω
  2. προκύπτω (συνήθως στο γ’ ενικό)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία