Ετυμολογία

επεξεργασία
δημιουργούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δημιουργώ

δημιουργούμαι

  1. φτιάχνω τη ζωή μου, πετυχαίνω στους τομείς που ασχολούμαι, προοδεύω
  2. προκύπτω (συνήθως στο γ’ ενικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία