κάνει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈka.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐νει
- ομόηχο: κάννη
- τονικό παρώνυμο: κανί
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίακάνει
- γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του κάνω
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του κάνω
- γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής αορίστου του κάνω
Ρήμα
επεξεργασίακάνει, πρτ.: έκανε, αόρ.: έκανε (απρόσωπο ρήμα)
- (συνήθως αρνητικό +δεν) επιτρέπεται, πρέπει, είναι σωστό
- ⮡ Δεν κάνει να προσβάλλεις τους συνομιλητές σου.
- ⮡ Κάνει που ρωτάς τέτοιες αδιάκριτες ερωτήσεις; Δεν κάνει!
- ⮡ Δεν έκανε που της είπες το μυστικό· τώρα θα το μάθουν όλοι.