Δείτε επίσης: κάννη, κανί

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κάνει, πρτ.: έκανε, αόρ.: έκανε (απρόσωπο ρήμα)

  • (συνήθως αρνητικό +δεν) επιτρέπεται, πρέπει, είναι σωστό
      Δεν κάνει να προσβάλλεις τους συνομιλητές σου.
      Κάνει που ρωτάς τέτοιες αδιάκριτες ερωτήσεις; Δεν κάνει!
      Δεν έκανε που της είπες το μυστικό· τώρα θα το μάθουν όλοι.

Εκφράσεις

επεξεργασία