Δείτε επίσης: κάννη, κανί

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κάνει < γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του κάνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐νει
ομόηχο: κάννη
τονικό παρώνυμο: κανί

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κάνει

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού ενεστώτα του κάνω
  2. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεστώτα του κάνω
  3. γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής αορίστου του κάνω

κάνει, πρτ.: έκανε, αόρ.: έκανε (απρόσωπο ρήμα)

  • (συνήθως αρνητικό +δεν) επιτρέπεται, πρέπει, είναι σωστό
    ⮡  Δεν κάνει να προσβάλλεις τους συνομιλητές σου.
    ⮡  Κάνει που ρωτάς τέτοιες αδιάκριτες ερωτήσεις; Δεν κάνει!
    ⮡  Δεν έκανε που της είπες το μυστικό· τώρα θα το μάθουν όλοι.

Εκφράσεις

επεξεργασία