βλέποντας και κάνοντας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαβλέποντας και κάνοντας
- προσπαθώντας να πετύχω κάτι σε περιορισμένο χρονικό διάστημα και με περιορισμένα μέσα, εκτιμώ την κατάσταση ('βλέποντας') και πράττω αναλόγως ('κάνοντας')