Ετυμολογία

επεξεργασία
κάνω παπάδες <  δείτε τις λέξεις κάνω, παπάς και παπάδες

κάνω παπάδες

  1. (μεταφορικά, αργκό) (για άνθρωπο) κάνω πράγματα πολύ δύσκολα, πολύ εντυπωσιακά
  2. (μεταφορικά, αργκό) (για μηχανήματα, συσκευές, στο γ' πρόσωπο) έχω πολλές λειτουργίες και δυνατότητες

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • παπάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)