Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
doen
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
Επεξεργασία
Προφορά
Επεξεργασία
doen
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
Επεξεργασία
doen
(nl)
(
αόρ.
:
deed
,
παθ. μτχ.
:
gedaan
)
κάνω