κάνω ζάφτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkano ˈzafti/
Έκφραση
επεξεργασίακάνω ζάφτι
- υποτάσσω, ελέγχω, δαμάζω, επιβάλλομαι
- ※ Πάλευε με τα όλα της η Κλειώ, γιατί, αν και τον Αντώνη τον έκανε εύκολα ζάφτι, τον Γιάννη όμως δύσκολα τον έβαζε κάτω και ήταν κατακόκκινη και η ξανθή πλεξούδα της είχε ξεφτίσει και το φόρεμα της ήταν τσαλακωμένο.
- ※ Φέρτε ρακί και τσικουδιά
να το πίνω, να με πίνει
να κάνω ζάφτι την καρδιά
που απ’ αγάπη σβήνει
να το πίνω, να με πίνει.- Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Φέρε μου ούζο και ρακί, (1977) Μαυράκη Φωτεινή, στίχοι: Μάρω Μπιζάνη και σύνθεση: Βασίλης Βασιλειάδης, album: Θα τραγουδήσω και θα πω.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κάνω ζάπι κάποιον
- κάνω ζάφτι κάποιον
- κάνω κάποιον ζάφτι
- με τους τύπους της κλίσης του ρήματος: κάνω, κάνεις, ... έκανα, έκανες...
Πηγές
επεξεργασία- ζάφτι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ζάφτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας