ζάφτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζάφτι | τα | ζάφτια |
γενική | του | ζαφτιού | των | ζαφτιών |
αιτιατική | το | ζάφτι | τα | ζάφτια |
κλητική | ζάφτι | ζάφτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζάφτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζάφτι < ζάπτι με αλλαγή τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft] [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζάφτι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- κάνω ζάφτι
- → δείτε παράθεμα στην έκφραση κάνω ζάφτι
Συγγενικά επεξεργασία
παρωχημένα:
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζάφτι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζάφτι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'ζάφτι'.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζάφτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζάφτι < ζάπτι με αλλαγή τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft] < οθωμανική τουρκική ضبط (zabt) < αραβική ضَبَطَ (ḍabṭ) < πρωτοσημιτική
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζάφτι ουδέτερο
- περιορισμός, έλεγχος
- άλλες μορφές: ζάπτι
Πηγές επεξεργασία
- ζάφτι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ضبط στο αγγλικό Βικιλεξικό